- ψυχαῖος
- ψῡχ-αῖος, α, ον,A of the soul, σπινθήρ Orac. Chald. ap. Lyd.Mens.1.11;
φύσεις Simp. in Ph.780.14
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φύσεις Simp. in Ph.780.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψυχαίος — αία, ον, Α ο σχετικός με την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κατάλ. αῖος (πρβλ. πηγ αῖος)] … Dictionary of Greek
ψυχαίων — ψυχαῖος of the soul fem gen pl ψυχαῖος of the soul masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαίην — ψυχαῖος of the soul fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαίης — ψυχαῖος of the soul fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek